Πατριώτης στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
патрыёт
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατριώτης
πατριώτης ή εθνικιστής, μικρομεσαίοσ πατριώτησ, ο πατριώτης, πατριώτης λεξικό, εφημερίδα πατριώτησ, πατριώτης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πατριώτης στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πατριάρχης στα λευκορωσικά - патрыярх
- πατρικός στα λευκορωσικά - бацькоўскі, бацькаўскі, бацькаў, бацькаў ноўтбук, бацькаўскую
- πατρογονικός στα λευκορωσικά - радавой, радавы, родавай, родавы, радавога
- πατρονάρισμα στα λευκορωσικά - заступніцтва, апеку, ахову, апякунства, ахова
Τυχαίες λέξεις
Πατριώτης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: патрыёт
Μεταφράσεις: патрыёт