Πατριώτης στα ρωσικά
Μετάφραση: πατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
патриот, патриотом, патриота
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατριώτης
πατριώτης ή εθνικιστής, μικρομεσαίοσ πατριώτησ, ο πατριώτης, πατριώτης λεξικό, εφημερίδα πατριώτησ, πατριώτης λεξικό γλώσσας ρωσικά, πατριώτης στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- πατριάρχης στα ρωσικά - старейшина, основатель, родоначальник, патриарх, Патриарха, патриархом, патриарху, ...
- πατρικός στα ρωσικά - отеческий, нежный, отчий, родительский, отцовский, отечески, отцовской, ...
- πατρογονικός στα ρωσικά - родительный, наследственный, родовой, атавистический, родовое, родовая, родовым, ...
- πατρονάρισμα στα ρωσικά - поддержка, патронаж, протекция, меценат, заступничество, покровительство, попечительство, ...
Τυχαίες λέξεις
Πατριώτης στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: патриот, патриотом, патриота
Μεταφράσεις: патриот, патриотом, патриота