Συγκινητικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συγκινητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
движещ се, движи, преместване, движат, движещи
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκινητικός
συγκινητικός επικήδειος, συγκινητικός συνώνυμα, συγκινητικός συνώνυμο, συγκινητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συγκινητικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συγκεντρώνομαι στα βουλγαρικά - концентрат, сбор, концентрирам, се концентрира, се съсредоточи, се концентрират
- συγκεντρώνω στα βουλγαρικά - сбор, концентрат, маршал, събирам, събира, събират, събиране на, ...
- συγκλονίζω στα βουλγαρικά - треса, тресе, разтърсват, се тресе, свивам
- συγκολλώ στα βουλγαρικά - плета, плетат, плетени, привърже
Τυχαίες λέξεις
Συγκινητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: движещ се, движи, преместване, движат, движещи
Μεταφράσεις: движещ се, движи, преместване, движат, движещи