Συγκινητικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγκινητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
em movimento, movente, comovente, móvel, mover
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκινητικός
συγκινητικός επικήδειος, συγκινητικός συνώνυμα, συγκινητικός συνώνυμο, συγκινητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκινητικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγκεντρώνομαι στα πορτογαλικά - ajuntar, concentrar, colher, recolhimento, passagem, se concentrar, concentrado
- συγκεντρώνω στα πορτογαλικά - concentrar, coletar, coleta, cobrar, reunir, colecionar
- συγκλονίζω στα πορτογαλικά - convulsionar, convulse, convulsiona, convulsionam, se convulsionar
- συγκολλώ στα πορτογαλικά - solda, ligação, adesão, tricotar, knit, malha, tricô, ...
Τυχαίες λέξεις
Συγκινητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: em movimento, movente, comovente, móvel, mover
Μεταφράσεις: em movimento, movente, comovente, móvel, mover