Συγκινητικός στα δανικά

Μετάφραση: συγκινητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevæger sig, flytte, flytter, bevæger, at flytte
Συγκινητικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκινητικός

συγκινητικός επικήδειος, συγκινητικός συνώνυμα, συγκινητικός συνώνυμο, συγκινητικός λεξικό γλώσσας δανικά, συγκινητικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συγκεντρώνομαι στα δανικά - forsamles, samle, koncentrere, koncentrere sig, koncentreres, koncentrerer, at koncentrere
  • συγκεντρώνω στα δανικά - indsamle, indsamler, samle, at indsamle, hente
  • συγκλονίζω στα δανικά - vride sig, vride
  • συγκολλώ στα δανικά - bånd, strik, strikke, strikkes, strikker, strikket
Τυχαίες λέξεις
Συγκινητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bevæger sig, flytte, flytter, bevæger, at flytte