Συμπίπτω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συμπίπτω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съответствувам, съгласен, съгласи, се съгласи, съгласува
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπίπτω
συμπίπτω english, συμπίπτω κλίση, συμπίπτω συνώνυμα, συμπίπτω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμπίπτω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συμπέρασμα στα βουλγαρικά - решение, заключение, сключване, сключването, извод, приключване
- συμπίεση στα βουλγαρικά - свиване, компресия, уплътняване, сгъстяване, натиск, компресиране на, компресия на
- συμπαγής στα βουλγαρικά - компактен, компактна, компактно, компактни, компактния
- συμπαθητικός στα βουλγαρικά - приятен, хубав, хубаво, приятно, хубава
Τυχαίες λέξεις
Συμπίπτω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съответствувам, съгласен, съгласи, се съгласи, съгласува
Μεταφράσεις: съответствувам, съгласен, съгласи, се съгласи, съгласува