Συμπίπτω στα τούρκικα
Μετάφραση: συμπίπτω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesişmek, hemfikir, concur, örtüşmeyebilir, aynı fikirdeyiz
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπίπτω
συμπίπτω english, συμπίπτω κλίση, συμπίπτω συνώνυμα, συμπίπτω λεξικό γλώσσας τούρκικα, συμπίπτω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συμπέρασμα στα τούρκικα - karar, sonuç, sonucu, sonuca, sonuç olarak
- συμπίεση στα τούρκικα - sıkıştırma, kompresyon, basınç, bir sıkıştırma, sıkıştırması
- συμπαγής στα τούρκικα - ulu, devamlı, som, sağlam, sözleşme, sert, katı, ...
- συμπαθητικός στα τούρκικα - güzel, güzel bir, hoş, iyi, güzeldi
Τυχαίες λέξεις
Συμπίπτω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesişmek, hemfikir, concur, örtüşmeyebilir, aynı fikirdeyiz
Μεταφράσεις: kesişmek, hemfikir, concur, örtüşmeyebilir, aynı fikirdeyiz