Συμπίπτω στα ολλανδικά
Μετάφραση: συμπίπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
het eens zijn, samenvallen, overeenstemmen, eens, het eens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπίπτω
συμπίπτω english, συμπίπτω κλίση, συμπίπτω συνώνυμα, συμπίπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμπίπτω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπέρασμα στα ολλανδικά - beslissing, afloop, conclusie, besluit, einde, slot, uitspraak, ...
- συμπίεση στα ολλανδικά - samendrukking, samenpersing, compressie
- συμπαγής στα ολλανδικά - edel, standvastig, hecht, nobel, dicht, compact, hard, ...
- συμπαθητικός στα ολλανδικά - leuk, mooi, lekker, aardig, prettig
Τυχαίες λέξεις
Συμπίπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: het eens zijn, samenvallen, overeenstemmen, eens, het eens
Μεταφράσεις: het eens zijn, samenvallen, overeenstemmen, eens, het eens