Συμπίπτω στα δανικά
Μετάφραση: συμπίπτω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
enige, enig, tilslutte, er enig, tilslutter
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπίπτω
συμπίπτω english, συμπίπτω κλίση, συμπίπτω συνώνυμα, συμπίπτω λεξικό γλώσσας δανικά, συμπίπτω στα δανικά
Μεταφράσεις
- συμπέρασμα στα δανικά - slutning, konklusion, indgåelse, indgåelsen, afslutning
- συμπίεση στα δανικά - kompression, komprimering, sammentrykning, sammenpresning
- συμπαγής στα δανικά - fast, kompakt, kompakte, compact
- συμπαθητικός στα δανικά - god, rart, dejlig, flot, dejligt
Τυχαίες λέξεις
Συμπίπτω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: enige, enig, tilslutte, er enig, tilslutter
Μεταφράσεις: enige, enig, tilslutte, er enig, tilslutter