Συμπίπτω στα ιταλικά

Μετάφραση: συμπίπτω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concorrere, consentire, concordare, concorrono, concordano
Συμπίπτω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπίπτω

συμπίπτω english, συμπίπτω κλίση, συμπίπτω συνώνυμα, συμπίπτω λεξικό γλώσσας ιταλικά, συμπίπτω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συμπέρασμα στα ιταλικά - conclusione, fine, ultimazione, concludere, conclusioni, termine, la conclusione
  • συμπίεση στα ιταλικά - compressione, di compressione, la compressione, a compressione, compressione di
  • συμπαγής στα ιταλικά - solido, compatto, sodo, forte, denso, consistente, fitto, ...
  • συμπαθητικός στα ιταλικά - simpatico, bello, bella, piacevole, bel, belle
Τυχαίες λέξεις
Συμπίπτω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: concorrere, consentire, concordare, concorrono, concordano