Συμπληρωματικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συμπληρωματικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допълнителен, допълващи, допълващ, допълваща, комплементарна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπληρωματικός
συμπληρωματικός φόρος 3, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων 2014, συμπληρωματικός φόρος στο εισόδημα από ακίνητα, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων, συμπληρωματικός φόρος ακινήτων, συμπληρωματικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμπληρωματικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συμπλέκομαι στα βουλγαρικά - спорна топка, меле, сборичквам, сблъскването, боричкане
- συμπλήρωμα στα βουλγαρικά - приложение, добавка, допълнение, добавки, допълват
- συμπληρώνω στα βουλγαρικά - приложение, прибавям
- συμπλοκή στα βουλγαρικά - драка, сбиване, боричкане, схватка, разбъркване, борба
Τυχαίες λέξεις
Συμπληρωματικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: допълнителен, допълващи, допълващ, допълваща, комплементарна
Μεταφράσεις: допълнителен, допълващи, допълващ, допълваща, комплементарна