Συμπληρωματικός στα τούρκικα
Μετάφραση: συμπληρωματικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tamamlayıcı, tamamlayan, tamamlayıcı bir, bütünleyici
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπληρωματικός
συμπληρωματικός φόρος 3, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων 2014, συμπληρωματικός φόρος στο εισόδημα από ακίνητα, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων, συμπληρωματικός φόρος ακινήτων, συμπληρωματικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, συμπληρωματικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συμπλέκομαι στα τούρκικα - hücum, scrimmage, çarpışma, göğüs göğüse kavga, itişip kakışma
- συμπλήρωμα στα τούρκικα - ilave, ek, takviyesi, eki, ekidir
- συμπληρώνω στα τούρκικα - ilave, ek, uzatmak, eke, idareli, tamamlamak, ilave etmek
- συμπλοκή στα τούρκικα - yıpranmak, kavga, scuffle, boğuşma, karambol, itiş kakış
Τυχαίες λέξεις
Συμπληρωματικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tamamlayıcı, tamamlayan, tamamlayıcı bir, bütünleyici
Μεταφράσεις: tamamlayıcı, tamamlayan, tamamlayıcı bir, bütünleyici