Συμπληρωματικός στα δανικά

Μετάφραση: συμπληρωματικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
komplementære, komplementær, supplerende, supplerer, supplement
Συμπληρωματικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπληρωματικός

συμπληρωματικός φόρος 3, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων 2014, συμπληρωματικός φόρος στο εισόδημα από ακίνητα, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων, συμπληρωματικός φόρος ακινήτων, συμπληρωματικός λεξικό γλώσσας δανικά, συμπληρωματικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συμπλέκομαι στα δανικά - scrimmage, håndgemængd, scrimmage linjen
  • συμπλήρωμα στα δανικά - bilag, supplement, tillæg, supplere
  • συμπληρώνω στα δανικά - bilag, ernære sig, møjsommeligt, slå sig igennem
  • συμπλοκή στα δανικά - håndgemæng, slagsmål, forvirring, noget håndgemæng, scuffle
Τυχαίες λέξεις
Συμπληρωματικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: komplementære, komplementær, supplerende, supplerer, supplement