Συμπληρωματικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συμπληρωματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvullend, additioneel, supplementair, extra, meer, complementair, aanvullende, complementaire, aanvulling
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπληρωματικός
συμπληρωματικός φόρος 3, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων 2014, συμπληρωματικός φόρος στο εισόδημα από ακίνητα, συμπληρωματικός φόρος μισθωμάτων, συμπληρωματικός φόρος ακινήτων, συμπληρωματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμπληρωματικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπλέκομαι στα ολλανδικά - scrimmage, scrimmagelijn, scrimmage', in de scrimmage brengen, vechtpartij
- συμπλήρωμα στα ολλανδικά - bijbehorend, bijkomend, toevoegsel, supplement, bijkomstig, aanhangsel, secundair, ...
- συμπληρώνω στα ολλανδικά - supplement, toevoegsel, rekken, eke, te rekken
- συμπλοκή στα ολλανδικά - slag, strijd, gevecht, treffen, kamp, handgemeen, vechtpartij, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπληρωματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanvullend, additioneel, supplementair, extra, meer, complementair, aanvullende, complementaire, aanvulling
Μεταφράσεις: aanvullend, additioneel, supplementair, extra, meer, complementair, aanvullende, complementaire, aanvulling