Συναρμολογώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συναρμολογώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сравнявам, съпоставя, съпоставят, обобщаване, съпостави
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρμολογώ
συναρμολογώ μετάφραση, συναρμολογώ english, συναρμολογώ συνώνυμα, συναρμολογώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συναρμολογώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συναναστρέφομαι στα βουλγαρικά - дружа, пия, черпя, лек разговор, черпя се
- συναντώ στα βουλγαρικά - среща, Запознайте, Запознайте се, срещат, се срещат
- συναρμολόγηση στα βουλγαρικά - сглобяване, подходящ, монтаж, монтиране, фитинг
- συναρπαστικός στα βουλγαρικά - вълнуващ, вълнуващо, вълнуваща, вълнуващи, широка
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολογώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сравнявам, съпоставя, съпоставят, обобщаване, съпостави
Μεταφράσεις: сравнявам, съпоставя, съпоставят, обобщаване, съпостави