Συναρμολογώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: συναρμολογώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
surinkti, palyginti, lyginti, lygina, sulyginti, sulygina
Συναρμολογώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναρμολογώ

συναρμολογώ μετάφραση, συναρμολογώ english, συναρμολογώ συνώνυμα, συναρμολογώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συναρμολογώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συναναστρέφομαι στα λιθουανικά - bičiuliauti, Gerti kartu, Poufalić, Bendrauti, Draugiška pokalbį
  • συναντώ στα λιθουανικά - susitikimas, susitikti, patenkinti, Susipažinkite, atitinka, Meet
  • συναρμολόγηση στα λιθουανικά - pritaikymas, tinkamas, montavimo, įrengimo, montuoti
  • συναρπαστικός στα λιθουανικά - įdomus, jaudinantis, įdomu, įdomi, įdomių
Τυχαίες λέξεις
Συναρμολογώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: surinkti, palyginti, lyginti, lygina, sulyginti, sulygina