Συνδετικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνδετικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съединителната, съединителна, на съединителната, съединително
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνδετικός
συνδετικός λειτουργός, συνδετικός κρίκος αγγλικά, συνδετικός κρίκος, συνδετικός ιστός, συνδετικός συνώνυμα, συνδετικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνδετικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνδέω στα βουλγαρικά - звено, свържете, се свържете, свързване, свърже, се свърже
- συνδετήρας στα βουλγαρικά - скрепва, клипс, скоба, кламер, клип, щипка
- συνδρομή στα βουλγαρικά - абонамент, абонамента, абонаментна, абонаментен, абониране
- συνδρομητής στα βουλγαρικά - абонат, абоната, абонатната, абонатна, на абоната
Τυχαίες λέξεις
Συνδετικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съединителната, съединителна, на съединителната, съединително
Μεταφράσεις: съединителната, съединителна, на съединителната, съединително