Συνδετικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συνδετικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bindweefsel, verbindende, bind-, connective, bind
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνδετικός
συνδετικός λειτουργός, συνδετικός κρίκος αγγλικά, συνδετικός κρίκος, συνδετικός ιστός, συνδετικός συνώνυμα, συνδετικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνδετικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συνδέω στα ολλανδικά - adhesie, aansluiten, samenvoegen, samenbinden, aaneenvoegen, aaneenschakelen, verenigen, ...
- συνδετήρας στα ολλανδικά - kramp, nietje, scheren, haakje, knippen, snoeien, klamp, ...
- συνδρομή στα ολλανδικά - abonnement, inschrijving, Lidmaatschap, Subscription, abonneren
- συνδρομητής στα ολλανδικά - abonnee, deelnemer, abonnees, de abonnee
Τυχαίες λέξεις
Συνδετικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bindweefsel, verbindende, bind-, connective, bind
Μεταφράσεις: bindweefsel, verbindende, bind-, connective, bind