Συνδετικός στα ρωσικά

Μετάφραση: συνδετικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
связующий, соединительный, соединительной, соединительная, соединительную, соединительных
Συνδετικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδετικός

συνδετικός λειτουργός, συνδετικός κρίκος αγγλικά, συνδετικός κρίκος, συνδετικός ιστός, συνδετικός συνώνυμα, συνδετικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, συνδετικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • συνδέω στα ρωσικά - прикладывать, обязательство, вступить, сращивать, связать, прибавить, соединиться, ...
  • συνδετήρας στα ρωσικά - стрижка, скрепка, сокращать, обрезать, бежать, сжимать, главный, ...
  • συνδρομή στα ρωσικά - подпись, взнос, пожертвование, подписание, подписка, абонемент, подписки, ...
  • συνδρομητής στα ρωσικά - подписчик, жертвователь, абонент, абонента, абонентская, абонентом, абоненту
Τυχαίες λέξεις
Συνδετικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: связующий, соединительный, соединительной, соединительная, соединительную, соединительных