Συνδετικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνδετικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сполучний, з'єднувальний, зчіпний, з'єднуючий
Συνδετικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδετικός

συνδετικός λειτουργός, συνδετικός κρίκος αγγλικά, συνδετικός κρίκος, συνδετικός ιστός, συνδετικός συνώνυμα, συνδετικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνδετικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνδέω στα ουκρανικά - тулити, з'єднувати, додати, бона, підкладки, прикріпити, пов'язувати, ...
  • συνδετήρας στα ουκρανικά - затискач, затиск, скорочувати, скоба, дужка, сировину, ковтати, ...
  • συνδρομή στα ουκρανικά - внесок, пожертва, пожертвування, підписання, підписка, Передплата, Розсилка, ...
  • συνδρομητής στα ουκρανικά - абонент, передплатник
Τυχαίες λέξεις
Συνδετικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сполучний, з'єднувальний, зчіпний, з'єднуючий