Συνδετικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνδετικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conjuntivo, conectivo, conexivo, conjuntivos, conectivos
Συνδετικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδετικός

συνδετικός λειτουργός, συνδετικός κρίκος αγγλικά, συνδετικός κρίκος, συνδετικός ιστός, συνδετικός συνώνυμα, συνδετικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνδετικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνδέω στα πορτογαλικά - juntar, amarrar, conectar, travar, prender, enlaçar, ligação, ...
  • συνδετήρας στα πορτογαλικά - grampo, padrão, clipe, clipe de, clip de, Clip
  • συνδρομή στα πορτογαλικά - assinatura, subscritor, subscrição, inscrição, de subscrição, Subscription
  • συνδρομητής στα πορτογαλικά - assinante, subscritor, subscrever, assinantes, de assinante, de assinantes
Τυχαίες λέξεις
Συνδετικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: conjuntivo, conectivo, conexivo, conjuntivos, conectivos