Συνδρομή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συνδρομή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
абонамент, абонамента, абонаментна, абонаментен, абониране
Συνδρομή στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομή

συνδρομή εβεα, συνδρομή νόμος, συνδρομή μετάφραση στα αγγλικά, συνδρομή holmes place, συνδρομή nova, συνδρομή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνδρομή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συνδετήρας στα βουλγαρικά - скрепва, клипс, скоба, кламер, клип, щипка
  • συνδετικός στα βουλγαρικά - съединителната, съединителна, на съединителната, съединително
  • συνδρομητής στα βουλγαρικά - абонат, абоната, абонатната, абонатна, на абоната
  • συνδυάζω στα βουλγαρικά - синдикат, комбайн, комбинирам, комбинирате, комбинират, съчетават
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: абонамент, абонамента, абонаментна, абонаментен, абониране