Συνδρομή στα λιθουανικά

Μετάφραση: συνδρομή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prenumerata, skelbimų prenumerata, prenumeratos, pasirašymo, prenumeratą
Συνδρομή στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομή

συνδρομή εβεα, συνδρομή νόμος, συνδρομή μετάφραση στα αγγλικά, συνδρομή holmes place, συνδρομή nova, συνδρομή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνδρομή στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συνδετήρας στα λιθουανικά - kirpti, klipas, įrašas, vaizdo įrašas, siužetas
  • συνδετικός στα λιθουανικά - jungiamasis, jungiamojo, ir jungiamojo, jungiamieji, jungiamųjų
  • συνδρομητής στα λιθουανικά - abonentas, abonento, abonentui, abonentų, prenumeratorius
  • συνδυάζω στα λιθουανικά - susijungti, derinti, sujungti, suderinti, nuėmimo, derliaus
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prenumerata, skelbimų prenumerata, prenumeratos, pasirašymo, prenumeratą