Συνδρομή στα ρωσικά

Μετάφραση: συνδρομή, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подпись, взнос, пожертвование, подписание, подписка, абонемент, подписки, подписка на, подписку, подписке
Συνδρομή στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνδρομή

συνδρομή εβεα, συνδρομή νόμος, συνδρομή μετάφραση στα αγγλικά, συνδρομή holmes place, συνδρομή nova, συνδρομή λεξικό γλώσσας ρωσικά, συνδρομή στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • συνδετήρας στα ρωσικά - стрижка, скрепка, сокращать, обрезать, бежать, сжимать, главный, ...
  • συνδετικός στα ρωσικά - связующий, соединительный, соединительной, соединительная, соединительную, соединительных
  • συνδρομητής στα ρωσικά - подписчик, жертвователь, абонент, абонента, абонентская, абонентом, абоненту
  • συνδυάζω στα ρωσικά - совмещаться, объединить, совмещать, совместиться, объединиться, сочетать, сочетаться, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνδρομή στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: подпись, взнос, пожертвование, подписание, подписка, абонемент, подписки, подписка на, подписку, подписке