Συσπειρώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συσπειρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бобина, намотка, серпентина, рулони, спирала
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσπειρώνω
συσπειρώνω σημασια, συσπειρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συσπειρώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συσκευασία στα βουλγαρικά - опаковки, пакет, опаковка, пакетите, на пакетите, пакета
- συσκευαστής στα βουλγαρικά - опаковчик, почвоуплътнител, пакер, опаковчикът, пакетиращо предприятие
- συσσωμάτωμα στα βουλγαρικά - агрегат, съвкупното, сборната, съвкупност, съвкупната
- συσσωματώνω στα βουλγαρικά - олицетворяха, въплъщавам, въплъщават, олицетворява, въплъти, въплъщава
Τυχαίες λέξεις
Συσπειρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бобина, намотка, серпентина, рулони, спирала
Μεταφράσεις: бобина, намотка, серпентина, рулони, спирала