Συσπειρώνω στα ρωσικά

Μετάφραση: συσπειρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перегруппировать, перегруппировывать, катушка, катушки, катушку, катушкой, обмотка
Συσπειρώνω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσπειρώνω

συσπειρώνω σημασια, συσπειρώνω λεξικό γλώσσας ρωσικά, συσπειρώνω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • συσκευασία στα ρωσικά - паковка, расфасовка, упаковка, пакет, пакета, комплект, пакете
  • συσκευαστής στα ρωσικά - покер, укладчик, фасовщик, шулер, упаковщик, заготовитель, пакер, ...
  • συσσωμάτωμα στα ρωσικά - агрегатный, совокупность, копить, скопить, собираться, совокупный, агрегат, ...
  • συσσωματώνω στα ρωσικά - олицетворять, изображать, воплотить, включать, осуществлять, объединять, воплощать, ...
Τυχαίες λέξεις
Συσπειρώνω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: перегруппировать, перегруппировывать, катушка, катушки, катушку, катушкой, обмотка