Συσπειρώνω στα γερμανικά
Μετάφραση: συσπειρώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Spule, Wendel, Spulen, Schrauben
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσπειρώνω
συσπειρώνω σημασια, συσπειρώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, συσπειρώνω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συσκευασία στα γερμανικά - packmittel, einzelverpackung, verpackend, Paket, Verpackung
- συσκευαστής στα γερμανικά - packer, Packer, Verpacker, Packers
- συσσωμάτωμα στα γερμανικά - summe, einheit, gesamtmenge, ganze, zuschlag, aggregat, Aggregat, ...
- συσσωματώνω στα γερμανικά - verkörpern, verkörpert, zu verkörpern, auszubilden
Τυχαίες λέξεις
Συσπειρώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Spule, Wendel, Spulen, Schrauben
Μεταφράσεις: Spule, Wendel, Spulen, Schrauben