Συσπειρώνω στα φινλανδικά
Μετάφραση: συσπειρώνω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kela, kelan, käämin, coil, käämi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσπειρώνω
συσπειρώνω σημασια, συσπειρώνω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συσπειρώνω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- συσκευασία στα φινλανδικά - pakkaaminen, paketti, paketin, pakkauksen, pakkaus, pakkauksessa
- συσκευαστής στα φινλανδικά - pakkaaja, pakkaajan, pakkaajaa, packer, pakkerin
- συσσωμάτωμα στα φινλανδικά - kerätä, kerääntyvä, kasata, aggregaatti, yhteenlaskettu, yhteensä, aggregaatin, ...
- συσσωματώνω στα φινλανδικά - hahmottaa, ilmentää, ruumiillistaa, ilmentävät, symboloi, ruumiillistumia
Τυχαίες λέξεις
Συσπειρώνω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kela, kelan, käämin, coil, käämi
Μεταφράσεις: kela, kelan, käämin, coil, käämi