Συσπειρώνω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συσπειρώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
серпентина, калем, намотка, намотката, спирални
Συσπειρώνω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσπειρώνω

συσπειρώνω σημασια, συσπειρώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συσπειρώνω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συσκευασία στα σλαβομακεδονικά - пакет, пакување, пакетот, пакети, пакет за
  • συσκευαστής στα σλαβομακεδονικά - пакувач, пакувачот, опаковчик
  • συσσωμάτωμα στα σλαβομακεδονικά - агрегатната, агрегат, збирната, агрегатна, агрегатот
  • συσσωματώνω στα σλαβομακεδονικά - отелотворуваат, внесат, отелотвори, отелотворение, го внесат
Τυχαίες λέξεις
Συσπειρώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: серпентина, калем, намотка, намотката, спирални