Σωφρονιστήριο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σωφρονιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
затвор, изправителен, пенитенциарната, пенитенциарна, пенитенциарното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωφρονιστήριο
σωφρονιστήριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σωφρονιστήριο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σωστός στα βουλγαρικά - плавай, правилен, верен, коригирам, надясно, право, десен, ...
- σωτηρία στα βουλγαρικά - спасение, спасението, за спасение, избавление
- σωφροσύνη στα βουλγαρικά - чувство, мъдрост, предпазливост, благоразумие, предпазливостта, благоразумието, пруденциалност
- σόμπα στα βουλγαρικά - радиатор, печка, готварска печка, котлон, печката, плочи
Τυχαίες λέξεις
Σωφρονιστήριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: затвор, изправителен, пенитенциарната, пенитенциарна, пенитенциарното
Μεταφράσεις: затвор, изправителен, пенитенциарната, пенитенциарна, пенитенциарното