Σωφρονιστήριο στα λιθουανικά
Μετάφραση: σωφρονιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pataisos, penitencinės, kalėjimas, atgailaujamasis, atgailos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωφρονιστήριο
σωφρονιστήριο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σωφρονιστήριο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σωστός στα λιθουανικά - teisė, tinkamas, tikras, tikslus, teisingas, dešiniuoju, tiesiai, ...
- σωτηρία στα λιθουανικά - išgelbėjimas, išganymas, išgelbėjimą, išgelbėjimo, išganymo
- σωφροσύνη στα λιθουανικά - prasmė, atsargumas, apdairumas, atidumas, apdairumo, prudence
- σόμπα στα λιθουανικά - viryklė, krosnis, šildytuvas, krosnelė, krosninis
Τυχαίες λέξεις
Σωφρονιστήριο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pataisos, penitencinės, kalėjimas, atgailaujamasis, atgailos
Μεταφράσεις: pataisos, penitencinės, kalėjimas, atgailaujamasis, atgailos