Σωφρονιστήριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: σωφρονιστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strafinrichting, penitentiaire, penitentiair, gevangenis, gevangeniswezen
Σωφρονιστήριο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωφρονιστήριο

σωφρονιστήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σωφρονιστήριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σωστός στα ολλανδικά - fatsoenlijk, betamelijk, gepast, billijk, behoorlijk, keurig, net, ...
  • σωτηρία στα ολλανδικά - verlosser, verlossing, heil, redding, zaligheid, behoudenis
  • σωφροσύνη στα ολλανδικά - wijsheid, betasten, betekenis, zintuig, bevoelen, zin, voorzichtigheid, ...
  • σόμπα στα ολλανδικά - radiator, fornuis, kachel, gasfornuis, oven, kookplaat
Τυχαίες λέξεις
Σωφρονιστήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: strafinrichting, penitentiaire, penitentiair, gevangenis, gevangeniswezen