Ταλαιπωρώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ταλαιπωρώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огорчаха, неудобство, неразположение, дискомфорт, дискомфорт в
Ταλαιπωρώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρώ

ταλαιπωρώ αρχαια, ταλαιπωρώ κλιση, ταλαιπωρώ αρχικοι χρονοι, ταλαιπωρώ συνωνυμα, ταλαιπωρώ στα αγγλικά, ταλαιπωρώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ταλαιπωρώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ταλέντο στα βουλγαρικά - талант, таланти, таланта, талантът
  • ταλαιπωρία στα βουλγαρικά - неудобство, неразположение, дискомфорт, дискомфорт в
  • ταλαντευόμενος στα βουλγαρικά - колеблив, клатещ, клатещ се, нестабилен, нестабилно
  • ταλαντεύομαι στα βουλγαρικά - люлка, суинг, разгара, ход, завъртане
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: огорчаха, неудобство, неразположение, дискомфорт, дискомфорт в