Ταλαιπωρώ στα γερμανικά
Μετάφραση: ταλαιπωρώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Beschwerden, Unbehagen, Unwohlsein, Unannehmlichkeit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρώ
ταλαιπωρώ αρχαια, ταλαιπωρώ κλιση, ταλαιπωρώ αρχικοι χρονοι, ταλαιπωρώ συνωνυμα, ταλαιπωρώ στα αγγλικά, ταλαιπωρώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, ταλαιπωρώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ταλέντο στα γερμανικά - neigung, begabung, befähigung, eignung, Talent, Talente, Begabung
- ταλαιπωρία στα γερμανικά - störung, unbequemlichkeit, unbehagen, leiden, beschwerden, ärger, sorge, ...
- ταλαντευόμενος στα γερμανικά - wackelig, wacklig, wackeligen, wackligen, wackelige
- ταλαντεύομαι στα γερμανικά - schaukeln, Schaukel, Schwung, Swing, Schwenk, Schwing
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Beschwerden, Unbehagen, Unwohlsein, Unannehmlichkeit
Μεταφράσεις: Beschwerden, Unbehagen, Unwohlsein, Unannehmlichkeit