Ταλαιπωρώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ταλαιπωρώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desconsolar, afligir, desconforto, o desconforto, incómodo, discomfort, incômodo
Ταλαιπωρώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρώ

ταλαιπωρώ αρχαια, ταλαιπωρώ κλιση, ταλαιπωρώ αρχικοι χρονοι, ταλαιπωρώ συνωνυμα, ταλαιπωρώ στα αγγλικά, ταλαιπωρώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ταλαιπωρώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ταλέντο στα πορτογαλικά - talento, aptidão, talentos, de talentos, talent, o talento
  • ταλαιπωρία στα πορτογαλικά - trote, problema, trotar, afligir, desconforto, o desconforto, incómodo, ...
  • ταλαντευόμενος στα πορτογαλικά - vacilante, desiquilibrado, trémulo, bambas, wobbly
  • ταλαντεύομαι στα πορτογαλικά - troca, balanço, totalizar, vacilar, balançar, balanço do, do balanço, ...
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desconsolar, afligir, desconforto, o desconforto, incómodo, discomfort, incômodo