Ταλαιπωρώ στα ρωσικά

Μετάφραση: ταλαιπωρώ, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
огорчать, тревожить, беспокоить, дискомфорт, дискомфорта, дискомфорт в, неприятные ощущения
Ταλαιπωρώ στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρώ

ταλαιπωρώ αρχαια, ταλαιπωρώ κλιση, ταλαιπωρώ αρχικοι χρονοι, ταλαιπωρώ συνωνυμα, ταλαιπωρώ στα αγγλικά, ταλαιπωρώ λεξικό γλώσσας ρωσικά, ταλαιπωρώ στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ταλέντο στα ρωσικά - смекалка, способность, правомерность, пригодность, смётка, склонность, уместность, ...
  • ταλαιπωρία στα ρωσικά - дискомфорт, утрудить, беспокойство, лишения, неполадка, беспокоить, горе, ...
  • ταλαντευόμενος στα ρωσικά - двойственный, противоположный, противоречивый, шаткий, шатким, шаткой, шаткое, ...
  • ταλαντεύομαι στα ρωσικά - трястись, владычествовать, размахивать, разрушаться, пошатываться, засилье, правление, ...
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρώ στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: огорчать, тревожить, беспокоить, дискомфорт, дискомфорта, дискомфорт в, неприятные ощущения