Ταλαιπωρώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: ταλαιπωρώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beproeven, bedroeven, ongemak, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρώ
ταλαιπωρώ αρχαια, ταλαιπωρώ κλιση, ταλαιπωρώ αρχικοι χρονοι, ταλαιπωρώ συνωνυμα, ταλαιπωρώ στα αγγλικά, ταλαιπωρώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταλαιπωρώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ταλέντο στα ολλανδικά - aanleg, gave, begaafdheid, talent, talenten, talent te, van talent
- ταλαιπωρία στα ολλανδικά - bezwaar, ongerief, probleem, vraagstuk, kwestie, vraagpunt, opgave, ...
- ταλαντευόμενος στα ολλανδικά - wiebelend, wiebelig, wiebelende, wankele, wankel
- ταλαντεύομαι στα ολλανδικά - zwieren, slingeren, zwaaien, zwiepen, schommel, bal, schiet
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beproeven, bedroeven, ongemak, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder
Μεταφράσεις: beproeven, bedroeven, ongemak, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder