Ταλαιπωρώ στα ιταλικά

Μετάφραση: ταλαιπωρώ, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
angustiare, disagio, fastidio, il disagio, disagi, malessere
Ταλαιπωρώ στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρώ

ταλαιπωρώ αρχαια, ταλαιπωρώ κλιση, ταλαιπωρώ αρχικοι χρονοι, ταλαιπωρώ συνωνυμα, ταλαιπωρώ στα αγγλικά, ταλαιπωρώ λεξικό γλώσσας ιταλικά, ταλαιπωρώ στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ταλέντο στα ιταλικά - abilitazione, attitudine, talento, talenti, il talento, talent, talento di
  • ταλαιπωρία στα ιταλικά - fatica, disturbo, guaio, disagio, fastidio, il disagio, disagi, ...
  • ταλαντευόμενος στα ιταλικά - traballante, wobbly, oscilla, barcollante, vacillante
  • ταλαντεύομαι στα ιταλικά - barcollare, swing, altalena, battente, oscillazione, battente in
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρώ στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: angustiare, disagio, fastidio, il disagio, disagi, malessere