Τραυλίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τραυλίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заекване, заеква, заекването, пелтеча
Τραυλίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραυλίζω

τραυλίζω στα αγγλικά, τραυλίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τραυλίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τραπεζοειδής στα βουλγαρικά - трапецовидна, трапецовидно, трапецовиден, трапецовидни, трапецовидната
  • τραπεζοκόμος στα βουλγαρικά - сервитьор, келнер, сервитьора, сервитьорът
  • τραυλισμός στα βουλγαρικά - заекването, заекване, насичане, на заекването
  • τραυματίζω στα βουλγαρικά - наранят, нараните, нараняват, нарани, травмира
Τυχαίες λέξεις
Τραυλίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: заекване, заеква, заекването, пелтеча