Τραυλίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: τραυλίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пелтежење
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυλίζω
τραυλίζω στα αγγλικά, τραυλίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, τραυλίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- τραπεζοειδής στα σλαβομακεδονικά - трапезоидна, трапезен, трапезоидниот, трапезоиден, трапезоидната
- τραπεζοκόμος στα σλαβομακεδονικά - келнерот, келнер
- τραυλισμός στα σλαβομακεδονικά - пелтечење, пелтечењето, пелтечење сè, пелтечење почесто
- τραυματίζω στα σλαβομακεδονικά - повредат, повреди, му наштети, да му наштети, да му наштети на
Τυχαίες λέξεις
Τραυλίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пелтежење
Μεταφράσεις: пелтежење