Τραυλίζω στα δανικά
Μετάφραση: τραυλίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stammen, stamme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυλίζω
τραυλίζω στα αγγλικά, τραυλίζω λεξικό γλώσσας δανικά, τραυλίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- τραπεζοειδής στα δανικά - trapezformet, trapezformede, trapez, trapezoid, trapezgevind
- τραπεζοκόμος στα δανικά - tjener, tjeneren
- τραυλισμός στα δανικά - stammen, stuttering, stammende, hakkende, hakken
- τραυματίζω στα δανικά - såre, krænke, sår, skade, til skade, kommer til skade, komme til skade
Τυχαίες λέξεις
Τραυλίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stammen, stamme
Μεταφράσεις: stammen, stamme