Τραυλίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: τραυλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mikčioti, mikčiojimas, miksėjimas, Bełkotać, miksėti
Τραυλίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραυλίζω

τραυλίζω στα αγγλικά, τραυλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τραυλίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τραπεζοειδής στα λιθουανικά - trapecijos formos, trapecijos, trapecinė, trapecinės, trapecinių
  • τραπεζοκόμος στα λιθουανικά - padavėjas, padavėjo, waiter, Kelner, Padavėjui
  • τραυλισμός στα λιθουανικά - mikčiojimas, Stuttering, stostās, mikčiojimo, mikčiojančiųjų
  • τραυματίζω στα λιθουανικά - blogis, kančia, sužeisti, skriauda, žaizda, įžeisti, pakenkti, ...
Τυχαίες λέξεις
Τραυλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: mikčioti, mikčiojimas, miksėjimas, Bełkotać, miksėti