Υφαντής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υφαντής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъкач, Уивър, Weaver, Уийвър, тъкачка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφαντής
υφαντής αθανάσιος, υφαντής θέρμανση, υφαντής δημήτρης, υφαντής υδραυλικά, υφαντής άλογο, υφαντής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υφαντής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υφήλιος στα βουλγαρικά - глобален, земя, реалност, общественост, вселена, мир, глобална, ...
- υφαίνω στα βουλγαρικά - тъка, лито, тъкан, движа се на зигзаг, вмъквам
- υφηγητής στα βουλγαρικά - лектор, преподавател, лектора
- υφιστάμενος στα βουλγαρικά - младшия, ток, текущ, текущата, настоящата, текущия
Τυχαίες λέξεις
Υφαντής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тъкач, Уивър, Weaver, Уийвър, тъкачка
Μεταφράσεις: тъкач, Уивър, Weaver, Уийвър, тъкачка