Υφαντής στα τούρκικα

Μετάφραση: υφαντής, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dokumacı, weaver, bir dokumacı, dokuyan
Υφαντής στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υφαντής

υφαντής αθανάσιος, υφαντής θέρμανση, υφαντής δημήτρης, υφαντής υδραυλικά, υφαντής άλογο, υφαντής λεξικό γλώσσας τούρκικα, υφαντής στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • υφήλιος στα τούρκικα - küre, alem, alem-, evren, top, insanlık, yeryüzü, ...
  • υφαίνω στα τούρκικα - dokuma, örgü, örgüsü, örme, dokumalı
  • υφηγητής στα τούρκικα - okutman, öğretim görevlisi, öğretim, öğretim üyesi, konuşmacı
  • υφιστάμενος στα τούρκικα - akım, mevcut, geçerli, güncel, cari
Τυχαίες λέξεις
Υφαντής στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dokumacı, weaver, bir dokumacı, dokuyan