Υφαντής στα γερμανικά
Μετάφραση: υφαντής, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weber, Weber, weaver, Weberin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφαντής
υφαντής αθανάσιος, υφαντής θέρμανση, υφαντής δημήτρης, υφαντής υδραυλικά, υφαντής άλογο, υφαντής λεξικό γλώσσας γερμανικά, υφαντής στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υφήλιος στα γερμανικά - global, menschen, wirklichkeit, erde, globus, weltkugel, weltall, ...
- υφαίνω στα γερμανικά - weben, gewebe, webart, wedeln, fadenlauf, Webart, Gewebe, ...
- υφηγητής στα γερμανικά - dozent, lehrbeauftragter, lehrbeauftragte, lektor, Dozent, Dozentin, Lehrbeauftragter, ...
- υφιστάμενος στα γερμανικά - zweitrangig, unterordnenden, untergeordnet, junior, jünger, kuli, Strom, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφαντής στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: weber, Weber, weaver, Weberin
Μεταφράσεις: weber, Weber, weaver, Weberin