Υφαντής στα ουκρανικά
Μετάφραση: υφαντής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ткав, ткач
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υφαντής
υφαντής αθανάσιος, υφαντής θέρμανση, υφαντής δημήτρης, υφαντής υδραυλικά, υφαντής άλογο, υφαντής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υφαντής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- υφήλιος στα ουκρανικά - держава, куля, глобус, кулю, робітниця, світ, мир
- υφαίνω στα ουκρανικά - патьок, потік, ткати, ткать
- υφηγητής στα ουκρανικά - аудиторія, викладач, преподаватель
- υφιστάμενος στα ουκρανικά - підчинити, підлеглий, слабе, нижчестоящий, слабке, підпорядкувати, зарості, ...
Τυχαίες λέξεις
Υφαντής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ткав, ткач
Μεταφράσεις: ткав, ткач