Φλογισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: φλογισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
знойния, възпален, възпалено, болки, болки в, възпаление на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φλογισμένος
φλογισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φλογισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- φλογερά στα βουλγαρικά - пламенно, горещо, ревностно, страстно, разпалено
- φλογερός στα βουλγαρικά - огнен, огнена, огнената, огнено, огненото
- φλοιός στα βουλγαρικά - кора, лая, кората, кори, дървесна кора
- φλομώνω στα βουλγαρικά - flomono
Τυχαίες λέξεις
Φλογισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: знойния, възпален, възпалено, болки, болки в, възпаление на
Μεταφράσεις: знойния, възпален, възпалено, болки, болки в, възпаление на