Φλογισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: φλογισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pijnlijk, pijnlijke plek, pijnlijke, zere, pijn
Φλογισμένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φλογισμένος

φλογισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φλογισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φλογερά στα ολλανδικά - vurig, ardently, hartstochtelijk, ijverig, vuriger
  • φλογερός στα ολλανδικά - vurig, hartstochtelijk, verterend, gloeiend, brandend, verzendend, Fiery, ...
  • φλοιός στα ολλανδικά - schaal, schil, huilen, blaffen, dop, schors, bassen, ...
  • φλομώνω στα ολλανδικά - verkroppen, wurgen, worgen, verstikken, choken, neerslaan, onderdrukken, ...
Τυχαίες λέξεις
Φλογισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pijnlijk, pijnlijke plek, pijnlijke, zere, pijn