Φλογισμένος στα πολωνικά
Μετάφραση: φλογισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
palący, wypalony, skwarny, upalny, ból, obolały, owrzodzenie, bolący, rana
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φλογισμένος
φλογισμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, φλογισμένος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- φλογερά στα πολωνικά - zajadle, gwałtownie, żarliwie, gorliwie, płomiennie, gorąco, zapałem
- φλογερός στα πολωνικά - żarliwy, ognisty, zapalczywy, zapalny, płonący, gorliwy, płomienny, ...
- φλοιός στα πολωνικά - bark, kora, szczekanie, szczekać, korować, żagle, kory, ...
- φλομώνω στα πολωνικά - zdławić, dusić, korkować, tłumić, zakrztusić, zadławić, głuszyć, ...
Τυχαίες λέξεις
Φλογισμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: palący, wypalony, skwarny, upalny, ból, obolały, owrzodzenie, bolący, rana
Μεταφράσεις: palący, wypalony, skwarny, upalny, ból, obolały, owrzodzenie, bolący, rana