Φλογισμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φλογισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dolorido, ferida, dor, úlcera, sensível
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φλογισμένος
φλογισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φλογισμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φλογερά στα πορτογαλικά - ardentemente, ardor, ardente, fervorosamente, com ardor
- φλογερός στα πορτογαλικά - ardente, impetuoso, fogoso, ígneo, impetuosamente
- φλοιός στα πορτογαλικά - crosta, ladrar, casca, cortiça, latir, latido, bark, ...
- φλομώνω στα πορτογαλικά - estrangular, abafar, sufocar, bloqueador, engasgar, flomono
Τυχαίες λέξεις
Φλογισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dolorido, ferida, dor, úlcera, sensível
Μεταφράσεις: dolorido, ferida, dor, úlcera, sensível